ξυλόσοφος

ξυλόσοφος
ο лжеучёный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξυλόσοφος" в других словарях:

  • ξυλόσοφος — ο μωρόσοφος, μωρός που παριστάνει τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοσοφώ — ξυλοσοφῶ, έω (Μ) προσποιούμαι τον σοφό, κάνω τον φιλόσοφο χωρίς να είμαι, είμαι ξυλόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + σοφῶ μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *ξυλόσοφος] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»